Ετυμολογία

επεξεργασία
nome < nom- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

nome (eo)

  • στο όνομα του, εν ονόματι
    la oferto estas nome de la flugkompanio - η προσφορά είναι στο όνομα της αεροπορικής εταιρείας



  Ετυμολογία

επεξεργασία
nome < λατινική nomen

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nome nomi

nome (it)

Συνώνυμα

επεξεργασία