nome
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαnome (eo)
- στο όνομα του, εν ονόματι
- la oferto estas nome de la flugkompanio - η προσφορά είναι στο όνομα της αεροπορικής εταιρείας
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nome | nomi |
nome (it)