nombriliste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nombriliste < nombril
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nombriliste | nombrilistes |
nombriliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
nombriliste | nombrilistes |
nombriliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό