Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

nitpicking (en)

  1.   Ουσιαστικό: ξεψείρισμα (βλ. ξεψειρίζω)
  2. (μεταφορικά) ξεψειρίζω ψάχνοντας για λάθη

  Επίθετο επεξεργασία

nitpicking (en)