Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
niable
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
niable
<
nier
+
-able
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
niable
niables
niable
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
που μπορεί κανείς να τον/την
αρνηθεί