neuroleptique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
neuroleptique | neuroleptiques |
neuroleptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
neuroleptique | neuroleptiques |
neuroleptique (fr) αρσενικό
- το νευροληπτικό