Ουσιαστικό

επεξεργασία

namaz (bs)



 
namaz

  Ετυμολογία

επεξεργασία
namaz < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική نماز (namâz) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nɑˈmɑz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: na‐maz

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

namaz (tr)

  • (ισλαμισμός) σαλάτ, μια πράξη λατρείας που τελεíται πέντε φορές κάθε μέρα σε προκαθορισμένες χρονικές στιγμές.

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. namaz - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν