Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
must've
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
must've
:
συναίρεση
του
must
+
've
(
have
)
Συγχώνευση
επεξεργασία
must've
(en)
(
προφορικό
)
πρέπει να
⮡
Someone
must've
seen us.
Κάποιος
πρέπει να
μας είδε.
⮡
It
must've
been Peter.
Πρέπει να
ήταν ο Πέτρος.