Ετυμολογία

επεξεργασία
must've: συναίρεση του must + 've (have)

  Συγχώνευση

επεξεργασία

must've (en)

  • (προφορικό) πρέπει να
    Someone must've seen us.
    Κάποιος πρέπει να μας είδε.
    It must've been Peter.
    Πρέπει να ήταν ο Πέτρος.