Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
moumoute moumoutes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

moumoute (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) η περούκα
  2. το σακάκι από μαλλί προβάτου