Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
motyw
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Πολωνικά (pl)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συγγενικά
Πολωνικά
(pl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
motyw
(pl)
αρσενικό
το
ελατήριο
, το
κίνητρο
το
μοτίβο
Συγγενικά
επεξεργασία
demotywacja
demotywować
demotywowanie
motywacja
motywacyjny
motywiczny
motywować
motywowanie
umotywować
umotywowanie
zmotywować
zmotywowanie