Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
mother wit
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Πολυλεκτικός όρος
1.2.1
Συνώνυμα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
mother
και
wit
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
mother wit
(en)
χωρίς πληθυντικό
η
εκ φύσεως
κοινή λογική
ενός ανθρώπου,
από γεννησιμιού
του
Συνώνυμα
επεξεργασία
native wit