mislay
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | mislay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mislays |
αόριστος | mislaid |
παθητική μετοχή | mislaid |
ενεργητική μετοχή | mislaying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαmislay (en)
ενεστώτας | mislay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mislays |
αόριστος | mislaid |
παθητική μετοχή | mislaid |
ενεργητική μετοχή | mislaying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
mislay (en)