ενεστώτας misconceive
γ΄ ενικό ενεστώτα misconceives
αόριστος misconceived
παθητική μετοχή misconceived
ενεργητική μετοχή misconceiving

misconceive (en)

  • παρανοώ, καταλαβαίνω κάτι με λάθος τρόπο
    ⮡  My words were misconceived.
    Παρανοήθηκαν τα λόγια μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη misunderstand