misconceive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | misconceive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | misconceives |
αόριστος | misconceived |
παθητική μετοχή | misconceived |
ενεργητική μετοχή | misconceiving |
Ρήμα
επεξεργασίαmisconceive (en)
- παρανοώ, καταλαβαίνω κάτι με λάθος τρόπο
- ↪ My words were misconceived.
- Παρανοήθηκαν τα λόγια μου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη misunderstand
- ↪ My words were misconceived.
Πηγές
επεξεργασία- misconceive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 660. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρανοώ