minimaliste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
minimaliste | minimalistes |
minimaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
minimaliste | minimalistes |
minimaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
minimaliste | minimalistes |
minimaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
minimaliste | minimalistes |
minimaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό