microcosmique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- microcosmique < microcosme
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.kʁɔ.kɔs.mik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
microcosmique | microcosmiques |
microcosmique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
microcosmique | microcosmiques |
microcosmique (fr) αρσενικό ή θηλυκό