microcosme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- microcosme < δημώδης λατινική microcosmus < αρχαία ελληνική μικρόκοσμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.kʁɔ.kɔsm/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
microcosme | microcosmes |
microcosme (fr) αρσενικό