microbien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- microbien < microbe
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | microbien | microbiens |
θηλυκό | microbienne | microbiennes |
microbien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | microbien | microbiens |
θηλυκό | microbienne | microbiennes |
microbien (fr)