meuglement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- meuglement < meugler
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mø.ɡlə.mɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
meuglement | meuglements |
meuglement (fr) αρσενικό
- το μούγκρισμα, το μουγκρητό του βοδιού, της αγελάδας