Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mercantiliste mercantilistes

mercantiliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κερδοσκόπος

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mercantiliste mercantilistes

mercantiliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κερδοσκοπικός

Συγγενικά

επεξεργασία