mercantilisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mercantilisation | mercantilisations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmercantilisation (fr) θηλυκό
- η υπαγωγή μιας δραστηριότητας σε κερδοσκοπικούς στόχους
ενικός | πληθυντικός |
mercantilisation | mercantilisations |
mercantilisation (fr) θηλυκό