menstruel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | menstruel | menstruels |
θηλυκό | menstruelle | menstruelles |
Επίθετο
επεξεργασίαmenstruel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | menstruel | menstruels |
θηλυκό | menstruelle | menstruelles |
menstruel (fr)