meanwhile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαmeanwhile (en) (χωρίς παραθετικά)
- εντωμεταξύ, στο μεταξύ
- ⮡ I will return very soon; meanwhile get ready.
- Θα επιστρέψω πολύ σύντομα· εντωμεταξύ ετοιμάσου.
- ⮡ I will return very soon; meanwhile get ready.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmeanwhile (en)
- το μεσοδιάστημα, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο γεγονότων