Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
maxillaire maxillaires

maxillaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γναθιαίος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
maxillaire maxillaires

maxillaire (fr) αρσενικό

  1. (ανατομία) η γνάθος