matricide
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmatricide (en)
- η μητροκτονία
- ο/η μητροκτόνος
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
matricide | matricides |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmatricide (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
matricide | matricides |
matricide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο/η μητροκτόνος
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
matricide | matricides |
matricide (fr) αρσενικό ή θηλυκό