Ουσιαστικό

επεξεργασία

matricide (en)

  1. η μητροκτονία
  2. ο/η μητροκτόνος



      ενικός         πληθυντικός  
matricide matricides

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

matricide (fr) αρσενικό

  1. η μητροκτονία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
matricide matricides

matricide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο/η μητροκτόνος

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
matricide matricides

matricide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μητροκτόνος