Ετυμολογία

επεξεργασία

materyalizm (tr) < από το γερμανικό όρο "materialismus" (του Λάιμπνιτς για τους αντιπάλους του γύρω στο 1700) < από το υστερολατινικό materialismus < materia (ύλη) + -ismus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

materyalizm (tr)