Ετυμολογία

επεξεργασία
masticatoire < mastiquer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mas.ti.ka.twaʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
masticatoire masticatoires

masticatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
masticatoire masticatoires

masticatoire (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία