mastication
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmastication (en)
- η μάσηση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mastication | mastications |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmastication (fr) θηλυκό
- η μάσηση
mastication (en)
ενικός | πληθυντικός |
mastication | mastications |
mastication (fr) θηλυκό