master's degree
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
master's degree | master's degrees |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασία- το μεταπτυχιακό, το μάστερ
- ⮡ the exams for a master's degree - οι εξετάσεις για μεταπτυχιακό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- master's degree στην αγγλική Βικιπαίδεια