Ετυμολογία

επεξεργασία
marinha < λατινική marīnus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

marinha (pt) θηλυκό

  1. ακτή, παραλία, μέρος κοντά στη θάλασσα
  2. το επάγγελμα του ναυτικού
  3. στόλος
  4. το ναυτικό (στις ένοπλες δυνάμεις)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

marinha (pt)