mariable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mariable < marier
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mariable | mariables |
mariable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να παντρευτεί, που έχει τη δυνατότητα, την ηλικία για να το κάνει
ενικός | πληθυντικός |
mariable | mariables |
mariable (fr) αρσενικό ή θηλυκό