Ετυμολογία

επεξεργασία
mariée < marier
      ενικός         πληθυντικός  
mariée mariées

mariée (fr)

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mariée mariées

mariée (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία