margherita
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- margherita < λατινική margarita < αρχαία ελληνική μαργαρίτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmargherita (it)
- το λουλούδι μαργαρίτα
- (γαστρονομία) τύπος πίτσας
- (γαστρονομία) τύπος σάλτσας
- (γαστρονομία) τύπος γλυκού