Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

manufacturièrement < manufacturier

  Επίρρημα επεξεργασία

manufacturièrement (fr)

  1. βιομηχανικά
  2. (κατ’ επέκταση) σε μεγάλη κλίμακα