Ετυμολογία

επεξεργασία
manhood < man + -hood

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

manhood (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ανδρική ηλικία
    ⮡  He is reaching manhood.
    Φτάνει στην ανδρική ηλικία.
  2. ο ανδρισμός