malvasia
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmalvasia (en)
- ποικιλία σταφυλιών με προέλευση από το χώρο του Αιγαίου
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
malvasia | malvasie |
Ετυμολογία
επεξεργασία- malvasia < Malvasia < αρχαία ελληνική Μονεμβασία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mal.vaˈzi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmalvasia (it) θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- malvasia - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).