maltempo
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
maltempo | maltempi |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /malˈtɛm.po/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmaltempo (it) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- maltempo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).