Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

malleviĝi < mal + leviĝi

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα malleviĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας malleviĝas malleviĝanta malleviĝata
αόριστος malleviĝis malleviĝinta malleviĝita
μέλλοντας malleviĝos malleviĝonta malleviĝota
υποθετική malleviĝus - -
προστακτική malleviĝu - -

malleviĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία

mallevigxi, mallevighi, mallevig'i