Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
leviĝi
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
leviĝi
<
lev-
+
-iĝ-
+
-i
Ρήμα
επεξεργασία
ρήμα
leviĝi
χρόνος
μορφή
ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας
leviĝas
leviĝanta
leviĝata
αόριστος
leviĝis
leviĝinta
leviĝita
μέλλοντας
leviĝos
leviĝonta
leviĝota
υποθετική
leviĝus
-
-
προστακτική
leviĝu
-
-
leviĝi
(eo)
ανασηκώνομαι