mailman
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mailman | mailmen |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
mailman (en)
- (επάγγελμα, αμερικανικά αγγλικά) ο ταχυδρόμος
- ↪ I am giving the letter to the mailman.
- Δίνω το γράμμα στον ταχυδρόμο.
- ↪ I am giving the letter to the mailman.