macrocosme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- macrocosme < macro-, κατά το microcosme
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.kʁɔ.kɔsm/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
macrocosme | macrocosmes |
macrocosme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
macrocosme | macrocosmes |
macrocosme (fr) αρσενικό