Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ʃɛt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
machette machettes

machette (fr) θηλυκό