Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
macchabée
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ma.ka.be
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
macchabée
macchabées
macchabée
(fr)
αρσενικό
(
λαϊκότροπο
) το
κουφάρι