mörderisch
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmörderisch (de)
- τρομακτικός, φοβερός
- (στον οικονομικό συναγωνισμό) αμείλικτος
- (για τιμές) σκανδαλώδης
Επίρρημα
επεξεργασίαmörderisch (de)
mörderisch (de)
mörderisch (de)