Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.zɛ̃.fɔʁ.ma.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mésinformation mésinformations

mésinformation (fr) θηλυκό