måndag
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- måndag < αρχαία σουηδική mānadagher < παλαιά νορβηγική mánadagr < πρωτογερμανική *mēniniz dagaz. Αναλύεται σε måne (σελήνη) + dag (ημέρα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmåndag (sv)
måndag (sv)