Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ly.mi.nɔ.te.ʁa.pi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
luminothérapie luminothérapies

luminothérapie (fr) θηλυκό