Δείτε επίσης: low, key

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

low-key (en)

  1. (μεταφορικά) αυτός που κρατά(ει) χαμηλό προφίλ
    • συγκρατημένος, μη πολύβουος, μη προκλητικός
  2. (μεταφορικά) αυτός που εμφανίζει σκοτεινότητα ή είναι μουντός (για ζωγραφικούς πίνακες και φωτογραφίες)