loustic
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
(1759) loustic < γερμανική lustig
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
loustic | loustics |
loustic (fr) αρσενικό
(1759) loustic < γερμανική lustig
ενικός | πληθυντικός |
loustic | loustics |
loustic (fr) αρσενικό