ενεστώτας loosen
γ΄ ενικό ενεστώτα loosens
αόριστος loosened
παθητική μετοχή loosened
ενεργητική μετοχή loosening

  Ετυμολογία

επεξεργασία
loosen < loose + -en

loosen (en)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη loose