lithosphérique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lithosphérique < lithosphère
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lithosphérique | lithosphériques |
lithosphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- λιθοσφαιρικός
- plaque lithosphérique - λιθοσφαιρική πλάκα