Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

lithosphérique < lithosphère

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lithosphérique lithosphériques

lithosphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. λιθοσφαιρικός
    plaque lithosphérique - λιθοσφαιρική πλάκα

Συγγενικά επεξεργασία