lithophage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lithophage | lithophages |
lithophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
lithophage | lithophages |
lithophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό